- Ἐβίων
- Ἐβίωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐβίων — βιάω constrain imperf ind act 3rd pl βιάω constrain imperf ind act 1st sg βιόω live aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) βιόω live aor ind act 1st sg βιόω live imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βιόω live imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… … Dictionary of Greek
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
βέομαι — και βείομαι (Α) θα ζήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας *gwey(∂) , με απαθή … Dictionary of Greek
βίωσις — βίωσις, η (AM) ο τρόπος ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) του αορ. εβίων (βλ. βιώ ΙΙ)] … Dictionary of Greek
βιωτός — βιωτός, ή, όν (Α) αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) τού αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος] … Dictionary of Greek
βιώσιμος — η, ο (AM βιώσιμος, ον) αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει αρχ. 1. εκείνος που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει 2. (για χρόνο) αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να περάσει στη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος ή βίοτος με επίδραση του θ. βιω… … Dictionary of Greek
βιώσκομαι — (Α) 1. ζωογονώ, διατηρώ στη ζωή 2. αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) του αορ. εβίων (βλ. βιώ ΙΙ) + (επίθημα) σκω] … Dictionary of Greek
gʷei̯-3 and gʷei̯ ǝ- : gʷ(i)i̯ē- : gʷ(i)i̯ō- : gʷī- frequent, often with -u- extended — gʷei̯ 3 and gʷei̯ ǝ : gʷ(i)i̯ē : gʷ(i)i̯ō : gʷī frequent, often with u extended English meaning: to live Deutsche Übersetzung: “leben” Material: A. from *gʷei̯ ō: O.Ind. jīvütu ḥ “life” (see under), gáya ḥ “house, courtyard,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ЖИЗНЬ — Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) [греч. βίος, ζωή; лат. vita], христ. богословие в учении о Ж.… … Православная энциклопедия